- κατευθυνόμενες
- η , ο[ν] управляемый; направляемый, наводимый;
κατευθυνόμενες πύραυλος — управляемая ракета;
κατευθυνόμενεςον βλήμα — управляемый снаряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατευθυνόμενες πύραυλος — управляемая ракета;
κατευθυνόμενεςον βλήμα — управляемый снаряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… … Dictionary of Greek
ραδιοφάρος — Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος… … Dictionary of Greek